Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεμβιβάζω
μετεμπίπτω
μετέμφυτος
μετεμψυχόομαι
μετεμψύχωσις
μετενδύνω
μετενδύω
μετενεκτέον
μετενηνεγμένως
μετεννέπω
μετενσωματόομαι
μετενσωμάτωσις
μετένταλμα
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξαντλέω
μετεξεράω
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετεπιγραφή
View word page
μετενσωματόομαι
to be put into another body
ShortDef
to be put into another body
Debugging
Headword:
μετενσωματόομαι
Headword (normalized):
μετενσωματόομαι
Headword (normalized/stripped):
μετενσωματοομαι
IDX:
56462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56463
Key:
Data
{'content': 'to be put into another body'}