Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μέτελλος
μετεμβαίνω
μετέμβασις
μετεμβιβάζω
μετεμπίπτω
μετέμφυτος
μετεμψυχόομαι
μετεμψύχωσις
μετενδύνω
μετενδύω
μετενεκτέον
μετενηνεγμένως
μετεννέπω
μετενσωματόομαι
μετενσωμάτωσις
μετένταλμα
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξαντλέω
μετεξεράω
View word page
μετενεκτέον
one must refer
ShortDef
one must refer
Debugging
Headword:
μετενεκτέον
Headword (normalized):
μετενεκτέον
Headword (normalized/stripped):
μετενεκτεον
IDX:
56459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56460
Key:
Data
{'content': 'one must refer'}