Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναδύομαι
ἀνάδυσις
ἀνάεδνος
ἀναείρω
ἀνάελπτος
ἀναέξω
ἀναερτάω
ἀναζάω
ἀνάζεμα
ἀνάζεσις
ἀναζεσμός
ἀναζεύγνυμι
ἀνάζευξις
ἀναζέω
ἀνάζησις
ἀναζητέω
ἀναζήτησις
ἀναζητητέον
ἀναζυγή
ἀναζυγόω
ἀναζυμόω
View word page
ἀναζεσμός
irritation
ShortDef
irritation
Debugging
Headword:
ἀναζεσμός
Headword (normalized):
ἀναζεσμός
Headword (normalized/stripped):
αναζεσμος
IDX:
5645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5646
Key:
Data
{'content': 'irritation'}