Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετελευστέος
Μέτελλος
μετεμβαίνω
μετέμβασις
μετεμβιβάζω
μετεμπίπτω
μετέμφυτος
μετεμψυχόομαι
μετεμψύχωσις
μετενδύνω
μετενδύω
μετενεκτέον
μετενηνεγμένως
μετεννέπω
μετενσωματόομαι
μετενσωμάτωσις
μετένταλμα
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξαντλέω
View word page
μετενδύω
to put other
ShortDef
to put other
Debugging
Headword:
μετενδύω
Headword (normalized):
μετενδύω
Headword (normalized/stripped):
μετενδυω
IDX:
56458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56459
Key:
Data
{'content': 'to put other'}