Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετελευστέος
Μέτελλος
μετεμβαίνω
μετέμβασις
μετεμβιβάζω
μετεμπίπτω
μετέμφυτος
μετεμψυχόομαι
μετεμψύχωσις
μετενδύνω
μετενδύω
μετενεκτέον
μετενηνεγμένως
μετεννέπω
μετενσωματόομαι
μετενσωμάτωσις
μετένταλμα
View word page
μετέμφυτος
engrafted afresh

ShortDef

engrafted afresh

Debugging

Headword:
μετέμφυτος
Headword (normalized):
μετέμφυτος
Headword (normalized/stripped):
μετεμφυτος
IDX:
56454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56455
Key:

Data

{'content': 'engrafted afresh'}