Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετελευστέος
Μέτελλος
μετεμβαίνω
μετέμβασις
μετεμβιβάζω
μετεμπίπτω
μετέμφυτος
μετεμψυχόομαι
μετεμψύχωσις
μετενδύνω
μετενδύω
μετενεκτέον
μετενηνεγμένως
μετεννέπω
μετενσωματόομαι
μετενσωμάτωσις
View word page
μετεμπίπτω
fall into a new
ShortDef
fall into a new
Debugging
Headword:
μετεμπίπτω
Headword (normalized):
μετεμπίπτω
Headword (normalized/stripped):
μετεμπιπτω
IDX:
56453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56454
Key:
Data
{'content': 'fall into a new'}