Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετελευστέος
Μέτελλος
μετεμβαίνω
μετέμβασις
μετεμβιβάζω
μετεμπίπτω
μετέμφυτος
μετεμψυχόομαι
μετεμψύχωσις
μετενδύνω
μετενδύω
μετενεκτέον
μετενηνεγμένως
View word page
μετεμβαίνω
to go on board another

ShortDef

to go on board another

Debugging

Headword:
μετεμβαίνω
Headword (normalized):
μετεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
μετεμβαινω
IDX:
56450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56451
Key:

Data

{'content': 'to go on board another'}