Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετελευστέος
Μέτελλος
μετεμβαίνω
μετέμβασις
μετεμβιβάζω
μετεμπίπτω
μετέμφυτος
μετεμψυχόομαι
View word page
μετελέγχω
confute
ShortDef
confute
Debugging
Headword:
μετελέγχω
Headword (normalized):
μετελέγχω
Headword (normalized/stripped):
μετελεγχω
IDX:
56445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56446
Key:
Data
{'content': 'confute'}