Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετελευστέος
Μέτελλος
μετεμβαίνω
μετέμβασις
μετεμβιβάζω
μετεμπίπτω
View word page
μετεκφώνητος
consonant
ShortDef
consonant
Debugging
Headword:
μετεκφώνητος
Headword (normalized):
μετεκφώνητος
Headword (normalized/stripped):
μετεκφωνητος
IDX:
56443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56444
Key:
Data
{'content': 'consonant'}