Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετελευστέος
Μέτελλος
μετεμβαίνω
μετέμβασις
μετεμβιβάζω
View word page
μετεκπνέω
breathe forth amid

ShortDef

breathe forth amid

Debugging

Headword:
μετεκπνέω
Headword (normalized):
μετεκπνέω
Headword (normalized/stripped):
μετεκπνεω
IDX:
56442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56443
Key:

Data

{'content': 'breathe forth amid'}