Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετελευστέος
Μέτελλος
μετεμβαίνω
View word page
μετεκδύομαι
to pull off one's own clothes and put on others, to assume

ShortDef

to pull off one's own clothes and put on others, to assume

Debugging

Headword:
μετεκδύομαι
Headword (normalized):
μετεκδύομαι
Headword (normalized/stripped):
μετεκδυομαι
IDX:
56440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56441
Key:

Data

{'content': "to pull off one's own clothes and put on others, to assume"}