Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετελευστέος
Μέτελλος
View word page
μετέκδυμα
changes of clothing

ShortDef

changes of clothing

Debugging

Headword:
μετέκδυμα
Headword (normalized):
μετέκδυμα
Headword (normalized/stripped):
μετεκδυμα
IDX:
56439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56440
Key:

Data

{'content': 'changes of clothing'}