Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετελευστέος
View word page
μετεκδίδωμι
to lend out

ShortDef

to lend out

Debugging

Headword:
μετεκδίδωμι
Headword (normalized):
μετεκδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
μετεκδιδωμι
IDX:
56438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56439
Key:

Data

{'content': 'to lend out'}