Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
View word page
μετεκδέχομαι
take up

ShortDef

take up

Debugging

Headword:
μετεκδέχομαι
Headword (normalized):
μετεκδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
μετεκδεχομαι
IDX:
56437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56438
Key:

Data

{'content': 'take up'}