Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
View word page
μετέκγονοι
children's children

ShortDef

children's children

Debugging

Headword:
μετέκγονοι
Headword (normalized):
μετέκγονοι
Headword (normalized/stripped):
μετεκγονοι
IDX:
56436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56437
Key:

Data

{'content': "children's children"}