Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεγκλίνω
μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
View word page
μετεκβιβάζω
transfer to another

ShortDef

transfer to another

Debugging

Headword:
μετεκβιβάζω
Headword (normalized):
μετεκβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
μετεκβιβαζω
IDX:
56435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56436
Key:

Data

{'content': 'transfer to another'}