Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
View word page
μετέκβασις
outcome, result
ShortDef
outcome, result
Debugging
Headword:
μετέκβασις
Headword (normalized):
μετέκβασις
Headword (normalized/stripped):
μετεκβασις
IDX:
56434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56435
Key:
Data
{'content': 'outcome, result'}