Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
View word page
μετεκβαίνω
to go from one place into another

ShortDef

to go from one place into another

Debugging

Headword:
μετεκβαίνω
Headword (normalized):
μετεκβαίνω
Headword (normalized/stripped):
μετεκβαινω
IDX:
56433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56434
Key:

Data

{'content': 'to go from one place into another'}