Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
View word page
μετεισβαίνω
go into another

ShortDef

go into another

Debugging

Headword:
μετεισβαίνω
Headword (normalized):
μετεισβαίνω
Headword (normalized/stripped):
μετεισβαινω
IDX:
56430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56431
Key:

Data

{'content': 'go into another'}