Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
View word page
μετεῖπον
to speak among
ShortDef
to speak among
Debugging
Headword:
μετεῖπον
Headword (normalized):
μετεῖπον
Headword (normalized/stripped):
μετειπον
IDX:
56429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56430
Key:
Data
{'content': 'to speak among'}