Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
View word page
μέτειμι2
go among, go after

ShortDef

be among; (+dat and gen) have a share in
go among, go after

Debugging

Headword:
μέτειμι2
Headword (normalized):
μέτειμι
Headword (normalized/stripped):
μετειμι2
IDX:
56428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56429
Key:

Data

{'content': 'go among, go after'}