Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετέκγονοι
View word page
μετεγχέω
pour from one vessel into another
ShortDef
pour from one vessel into another
Debugging
Headword:
μετεγχέω
Headword (normalized):
μετεγχέω
Headword (normalized/stripped):
μετεγχεω
IDX:
56426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56427
Key:
Data
{'content': 'pour from one vessel into another'}