Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετάχυσις
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
View word page
μετεγκλίνω
change inclination simultaneously with
ShortDef
change inclination simultaneously with
Debugging
Headword:
μετεγκλίνω
Headword (normalized):
μετεγκλίνω
Headword (normalized/stripped):
μετεγκλινω
IDX:
56425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56426
Key:
Data
{'content': 'change inclination simultaneously with'}