Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχρώννυμι
μετάχυσις
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
μετεισβαίνω
View word page
μεταψηφίζω
transfer by decree

ShortDef

transfer by decree

Debugging

Headword:
μεταψηφίζω
Headword (normalized):
μεταψηφίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταψηφιζω
IDX:
56420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56421
Key:

Data

{'content': 'transfer by decree'}