Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχρώννυμι
μετάχυσις
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
μέτειμι
μέτειμι2
μετεῖπον
View word page
μεταψαλάσσω
remove, put elsewhere

ShortDef

remove, put elsewhere

Debugging

Headword:
μεταψαλάσσω
Headword (normalized):
μεταψαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
μεταψαλασσω
IDX:
56419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56420
Key:

Data

{'content': 'remove, put elsewhere'}