Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχρώννυμι
μετάχυσις
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
View word page
μεταχωρέω
to go to another place, to withdraw, migrate, emigrate

ShortDef

to go to another place, to withdraw, migrate, emigrate

Debugging

Headword:
μεταχωρέω
Headword (normalized):
μεταχωρέω
Headword (normalized/stripped):
μεταχωρεω
IDX:
56416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56417
Key:

Data

{'content': 'to go to another place, to withdraw, migrate, emigrate'}