Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχρώννυμι
μετάχυσις
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
View word page
μετάχρονος
after the time, done later
ShortDef
after the time, done later
Debugging
Headword:
μετάχρονος
Headword (normalized):
μετάχρονος
Headword (normalized/stripped):
μεταχρονος
IDX:
56413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56414
Key:
Data
{'content': 'after the time, done later'}