Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
View word page
μεταχειρίζω
to take in hand, have in hand, conduct, pursue, treat

ShortDef

to take in hand, have in hand, conduct, pursue, treat

Debugging

Headword:
μεταχειρίζω
Headword (normalized):
μεταχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταχειριζω
IDX:
56400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56401
Key:

Data

{'content': 'to take in hand, have in hand, conduct, pursue, treat'}