Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταφυτεία
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
View word page
μεταχειμάζω
to be stormy afterwards

ShortDef

to be stormy afterwards

Debugging

Headword:
μεταχειμάζω
Headword (normalized):
μεταχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
μεταχειμαζω
IDX:
56398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56399
Key:

Data

{'content': 'to be stormy afterwards'}