Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
View word page
μεταχαράσσω
grave anew, remodel

ShortDef

grave anew, remodel

Debugging

Headword:
μεταχαράσσω
Headword (normalized):
μεταχαράσσω
Headword (normalized/stripped):
μεταχαρασσω
IDX:
56396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56397
Key:

Data

{'content': 'grave anew, remodel'}