Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
View word page
μεταχαρακτηρίζω
change the orthography

ShortDef

change the orthography

Debugging

Headword:
μεταχαρακτηρίζω
Headword (normalized):
μεταχαρακτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταχαρακτηριζω
IDX:
56394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56395
Key:

Data

{'content': 'change the orthography'}