Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειριστέος
View word page
μεταχάζομαι
shrink from
ShortDef
shrink from
Debugging
Headword:
μεταχάζομαι
Headword (normalized):
μεταχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταχαζομαι
IDX:
56393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56394
Key:
Data
{'content': 'shrink from'}