Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
View word page
μεταφωτίζομαι
undergo a change of illumination
ShortDef
undergo a change of illumination
Debugging
Headword:
μεταφωτίζομαι
Headword (normalized):
μεταφωτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταφωτιζομαι
IDX:
56392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56393
Key:
Data
{'content': 'undergo a change of illumination'}