Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταφράζομαι
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
View word page
μεταφυτεύω
transplant
ShortDef
transplant
Debugging
Headword:
μεταφυτεύω
Headword (normalized):
μεταφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
μεταφυτευω
IDX:
56390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56391
Key:
Data
{'content': 'transplant'}