Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταφορικός
μεταφράζομαι
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχείρημα
View word page
μεταφυτευτέον
one must transplant

ShortDef

one must transplant

Debugging

Headword:
μεταφυτευτέον
Headword (normalized):
μεταφυτευτέον
Headword (normalized/stripped):
μεταφυτευτεον
IDX:
56389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56390
Key:

Data

{'content': 'one must transplant'}