Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταφορητός
μεταφορικός
μεταφράζομαι
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
μεταχειμάζω
View word page
μεταφυτεία
transplanting
ShortDef
transplanting
Debugging
Headword:
μεταφυτεία
Headword (normalized):
μεταφυτεία
Headword (normalized/stripped):
μεταφυτεια
IDX:
56388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56389
Key:
Data
{'content': 'transplanting'}