Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταφορέω
μεταφορητός
μεταφορικός
μεταφράζομαι
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
μεταφυτευτέον
μεταφυτεύω
μεταφωνέω
μεταφωτίζομαι
μεταχάζομαι
μεταχαρακτηρίζω
μεταχαρακτηρισμός
μεταχαράσσω
μεταχάσκω
View word page
μεταφύομαι
become by change

ShortDef

become by change

Debugging

Headword:
μεταφύομαι
Headword (normalized):
μεταφύομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταφυομαι
IDX:
56387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56388
Key:

Data

{'content': 'become by change'}