Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταύριον
μεταυτίκα
μεταυχένιος
μεταφέρω
μεταφέψω
μετάφημι
μεταφημίζω
μεταφοιτάω
μεταφορά
μεταφορέω
μεταφορητός
μεταφορικός
μεταφράζομαι
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
μεταφυτεία
View word page
μεταφορητός
portable
ShortDef
portable
Debugging
Headword:
μεταφορητός
Headword (normalized):
μεταφορητός
Headword (normalized/stripped):
μεταφορητος
IDX:
56378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56379
Key:
Data
{'content': 'portable'}