Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταῦθις
μεταύριον
μεταυτίκα
μεταυχένιος
μεταφέρω
μεταφέψω
μετάφημι
μεταφημίζω
μεταφοιτάω
μεταφορά
μεταφορέω
μεταφορητός
μεταφορικός
μεταφράζομαι
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
μεταφραστικός
μετάφρενον
μεταφρίσσω
μεταφύομαι
View word page
μεταφορέω
change, transfer, shift

ShortDef

change, transfer, shift

Debugging

Headword:
μεταφορέω
Headword (normalized):
μεταφορέω
Headword (normalized/stripped):
μεταφορεω
IDX:
56377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56378
Key:

Data

{'content': 'change, transfer, shift'}