Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετατυπόω
μετατύπωσις
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μεταύριον
μεταυτίκα
μεταυχένιος
μεταφέρω
μεταφέψω
μετάφημι
μεταφημίζω
μεταφοιτάω
μεταφορά
μεταφορέω
μεταφορητός
μεταφορικός
μεταφράζομαι
μεταφράζω
μετάφρασις
μεταφραστής
View word page
μετάφημι
to speak among

ShortDef

to speak among

Debugging

Headword:
μετάφημι
Headword (normalized):
μετάφημι
Headword (normalized/stripped):
μεταφημι
IDX:
56373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56374
Key:

Data

{'content': 'to speak among'}