Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπή
μετατροπία
μετάτροπος
μετατρωπάομαι
μετατυπόω
μετατύπωσις
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μεταύριον
μεταυτίκα
μεταυχένιος
μεταφέρω
μεταφέψω
μετάφημι
μεταφημίζω
μεταφοιτάω
View word page
μεταυγάζω
to look keenly about for

ShortDef

to look keenly about for

Debugging

Headword:
μεταυγάζω
Headword (normalized):
μεταυγάζω
Headword (normalized/stripped):
μεταυγαζω
IDX:
56365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56366
Key:

Data

{'content': 'to look keenly about for'}