Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετατίκτω
μετατραγῳδία
μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπή
μετατροπία
μετάτροπος
μετατρωπάομαι
μετατυπόω
μετατύπωσις
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μεταύριον
μεταυτίκα
μεταυχένιος
μεταφέρω
μεταφέψω
μετάφημι
View word page
μετατυπόω
transform

ShortDef

transform

Debugging

Headword:
μετατυπόω
Headword (normalized):
μετατυπόω
Headword (normalized/stripped):
μετατυποω
IDX:
56363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56364
Key:

Data

{'content': 'transform'}