Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετασωματόομαι
μετάταξις
μετατάσσω
μετατεύχω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατραγῳδία
μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπή
μετατροπία
μετάτροπος
μετατρωπάομαι
μετατυπόω
μετατύπωσις
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μεταύριον
View word page
μετατροπαλίζομαι
to turn about

ShortDef

to turn about

Debugging

Headword:
μετατροπαλίζομαι
Headword (normalized):
μετατροπαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετατροπαλιζομαι
IDX:
56358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56359
Key:

Data

{'content': 'to turn about'}