Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετασχημάτισις
μετασχηματισμός
μετασχηματιστέον
μετασωματόομαι
μετάταξις
μετατάσσω
μετατεύχω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατραγῳδία
μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπή
μετατροπία
μετάτροπος
μετατρωπάομαι
μετατυπόω
View word page
μετατίκτω
to bring forth afterwards
ShortDef
to bring forth afterwards
Debugging
Headword:
μετατίκτω
Headword (normalized):
μετατίκτω
Headword (normalized/stripped):
μετατικτω
IDX:
56353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56354
Key:
Data
{'content': 'to bring forth afterwards'}