Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετασυντάσσω
μετασυντίθημι
μετασύρω
μετασυσχηματίζομαι
μετασφαιρισμός
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετασχημάτισις
μετασχηματισμός
μετασχηματιστέον
μετασωματόομαι
μετάταξις
μετατάσσω
μετατεύχω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατραγῳδία
μετατρέπω
μετατρέφω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
View word page
μετασωματόομαι
to be changed in substance
ShortDef
to be changed in substance
Debugging
Headword:
μετασωματόομαι
Headword (normalized):
μετασωματόομαι
Headword (normalized/stripped):
μετασωματοομαι
IDX:
56348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56349
Key:
Data
{'content': 'to be changed in substance'}