Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφάδην
μεταστροφή
μεταστύλιον
μεταστυφελίζω
μετασυγκρίνω
μετασυνεθίζομαι
μετασυντάσσω
μετασυντίθημι
μετασύρω
μετασυσχηματίζομαι
μετασφαιρισμός
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετασχημάτισις
μετασχηματισμός
μετασχηματιστέον
μετασωματόομαι
μετάταξις
μετατάσσω
View word page
μετασύρω
alter in form
ShortDef
alter in form
Debugging
Headword:
μετασύρω
Headword (normalized):
μετασύρω
Headword (normalized/stripped):
μετασυρω
IDX:
56340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56341
Key:
Data
{'content': 'alter in form'}