Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταστολίζομαι
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατεύομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτέον
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφάδην
μεταστροφή
μεταστύλιον
μεταστυφελίζω
μετασυγκρίνω
μετασυνεθίζομαι
μετασυντάσσω
μετασυντίθημι
μετασύρω
μετασυσχηματίζομαι
μετασφαιρισμός
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετασχημάτισις
View word page
μεταστυφελίζω
strike rudely

ShortDef

strike rudely

Debugging

Headword:
μεταστυφελίζω
Headword (normalized):
μεταστυφελίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταστυφελιζω
IDX:
56335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56336
Key:

Data

{'content': 'strike rudely'}