Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστήθιον
μεταστοιχεί
μεταστοιχειόω
μεταστοιχί
μεταστολίζομαι
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατεύομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτέον
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφάδην
μεταστροφή
μεταστύλιον
μεταστυφελίζω
μετασυγκρίνω
μετασυνεθίζομαι
μετασυντάσσω
μετασυντίθημι
View word page
μεταστρεπτέον
one mustretort

ShortDef

one mustretort

Debugging

Headword:
μεταστρεπτέον
Headword (normalized):
μεταστρεπτέον
Headword (normalized/stripped):
μεταστρεπτεον
IDX:
56329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56330
Key:

Data

{'content': 'one mustretort'}