Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστήθιον
μεταστοιχεί
μεταστοιχειόω
μεταστοιχί
μεταστολίζομαι
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατεύομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτέον
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφάδην
μεταστροφή
μεταστύλιον
μεταστυφελίζω
μετασυγκρίνω
μετασυνεθίζομαι
μετασυντάσσω
View word page
μεταστρατοπεδεύω
to shift one's ground

ShortDef

to shift one's ground

Debugging

Headword:
μεταστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
μεταστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
μεταστρατοπεδευω
IDX:
56328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56329
Key:

Data

{'content': "to shift one's ground"}