Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταστατέος
μεταστατικός
μετάστατος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστήθιον
μεταστοιχεί
μεταστοιχειόω
μεταστοιχί
μεταστολίζομαι
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατεύομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτέον
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφάδην
μεταστροφή
μεταστύλιον
μεταστυφελίζω
View word page
μεταστολίζομαι
change one's costume

ShortDef

change one's costume

Debugging

Headword:
μεταστολίζομαι
Headword (normalized):
μεταστολίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταστολιζομαι
IDX:
56325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56326
Key:

Data

{'content': "change one's costume"}